προσκατανέμοντα

προσκατανέμοντα
προσκατανέμω
allot
pres part act neut nom/voc/acc pl
προσκατανέμω
allot
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσκατανέμω — Α [κατανέμω] 1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.) 2. απονέμω επί πλέον 3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”